φτιασιδού, η

φτιασιδού, η
φτιασιδού, η και φκιασιδού,η πληθ. -ούδες, γυναίκα που χρησιμοποιεί φτιασίδι (βλ. λ.), που είναι γεμάτη κοκκινάδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φκιασιδού — η βλ. φτιασιδού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”